τόσος

τόσος
-η, -ο
αντων. δεικτική και συσχετική
1. τέτοιος σε μέγεθος, ποσό, διάρκεια, όγκο, ένταση κλπ : Τόσα χρήματα πήρε.
2. αυτός που έχει ίσο περίπου μέγεθος με ό,τι δείχνω: Η βιβλιοθήκη του ήταν τόση.
3. εξίσου με κάτι άλλο: Όσα είπε, τόσα άκουσα.
4. (με αριθμ.) και κάτι περισσότερο: Έχασε χίλιες πεντακόσιες τόσες δραχμές.
5. πάρα πολύ: Είναι τόσο όμορφη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τόσος — so great masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • τόσα — τόσος so great neut nom/voc/acc pl τόσᾱ , τόσος so great fem nom/voc/acc dual τόσᾱ , τόσος so great fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσα — τόσος so great neut nom/voc/acc pl τόσσᾱ , τόσος so great fem nom/voc/acc dual τόσσᾱ , τόσος so great fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσαι — τόσος so great fem nom/voc pl τόσᾱͅ , τόσος so great fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσον — τόσος so great masc acc sg τόσος so great neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσαι — τόσος so great fem nom/voc pl τόσσᾱͅ , τόσος so great fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσον — τόσος so great masc acc sg τόσος so great neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσων — τόσος so great fem gen pl τόσος so great masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσω — τόσος so great masc/neut nom/voc/acc dual τόσος so great masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”