τόσος — so great masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… … Dictionary of Greek
τόσα — τόσος so great neut nom/voc/acc pl τόσᾱ , τόσος so great fem nom/voc/acc dual τόσᾱ , τόσος so great fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόσσα — τόσος so great neut nom/voc/acc pl τόσσᾱ , τόσος so great fem nom/voc/acc dual τόσσᾱ , τόσος so great fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόσαι — τόσος so great fem nom/voc pl τόσᾱͅ , τόσος so great fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόσον — τόσος so great masc acc sg τόσος so great neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόσσαι — τόσος so great fem nom/voc pl τόσσᾱͅ , τόσος so great fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόσσον — τόσος so great masc acc sg τόσος so great neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόσσων — τόσος so great fem gen pl τόσος so great masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόσω — τόσος so great masc/neut nom/voc/acc dual τόσος so great masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)